Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsdrùcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzdruʧo] 1 πληγή 2 πλήγωμα 3 κουρέλιασμα 4 τραυματισμός 5 λάβωμα 6 τραύμα 7 κόψιμο 8 σκίσιμο 9 σχίσιμο 10 κομμάτιασμα 11 ξέσκισμα 12 ρήγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |