Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdrùcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzdruʧo]

1 πληγή
2 πλήγωμα
3 κουρέλιασμα
4 τραυματισμός
5 λάβωμα
6 τραύμα
7 κόψιμο
8 σκίσιμο
9 σχίσιμο
10 κομμάτιασμα
11 ξέσκισμα
12 ρήγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdruccioloso sdrucire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdrucciolo (ουσ αρσ )
sdrucciolo (επίθ.)
sdrucciolone (ουσ αρσ )
sdruccioloni (επίρ.)
sdruccioloso (επίθ.)
sdrucio (ουσ αρσ )
sdrucire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sdrucito (αρσ. επίθ και ουσ)
sdrucitura (θηλ.ουσ)
se (προσωπ. αντων.)
se (σύνδ.)
sebaceo (επίθ.)
Sebastopoli (κύρ.όν. θηλ.)
sebbene (σύνδ.)
sebo (ουσ αρσ )
seborrea (θηλ.ουσ)
seborroico (επίθ.)
secante (θηλ. επίθ και ουσ)
secca (θηλ.ουσ)
seccamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---