Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdrucciolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zdrutʧoˈlone]

1 ολίσθημα
2 γλίστρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdrucciolo sdruccioloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdrucciolare (ρ.αμτβ.)
sdrucciolevole (επίθ.)
sdrucciolio (ουσ αρσ )
sdrucciolo (ουσ αρσ )
sdrucciolo (επίθ.)
sdrucciolone (ουσ αρσ )
sdruccioloni (επίρ.)
sdruccioloso (επίθ.)
sdrucio (ουσ αρσ )
sdrucire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sdrucito (αρσ. επίθ και ουσ)
sdrucitura (θηλ.ουσ)
se (προσωπ. αντων.)
se (σύνδ.)
sebaceo (επίθ.)
Sebastopoli (κύρ.όν. θηλ.)
sebbene (σύνδ.)
sebo (ουσ αρσ )
seborrea (θηλ.ουσ)
seborroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---