Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sdrucìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zdruˈʧito]

1 ξεσχισμένος
2 κουρελιασμένος
3 κομμένος
4 σχισμένος
5 σκισμένος
6 ξεσκισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sdrucire sdrucitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdrucciolone (ουσ αρσ )
sdruccioloni (επίρ.)
sdruccioloso (επίθ.)
sdrucio (ουσ αρσ )
sdrucire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sdrucito (αρσ. επίθ και ουσ)
sdrucitura (θηλ.ουσ)
se (προσωπ. αντων.)
se (σύνδ.)
sebaceo (επίθ.)
Sebastopoli (κύρ.όν. θηλ.)
sebbene (σύνδ.)
sebo (ουσ αρσ )
seborrea (θηλ.ουσ)
seborroico (επίθ.)
secante (θηλ. επίθ και ουσ)
secca (θηλ.ουσ)
seccamente (επίρ.)
seccante (επίθ.)
seccare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---