ItalianoGreco


sdrucìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zdruˈʧito]

1 ξεσχισμένος
2 κουρελιασμένος
3 κομμένος
4 σχισμένος
5 σκισμένος
6 ξεσκισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---