Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seccaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sekkaˈmente]

1 ξερά
2 ορθά-κοφτά
3 απότομα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secca seccante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sebo (ουσ αρσ )
seborrea (θηλ.ουσ)
seborroico (επίθ.)
secante (θηλ. επίθ και ουσ)
secca (θηλ.ουσ)
seccamente (επίρ.)
seccante (επίθ.)
seccare (ρ.αμτβ.)
seccare (ρ. μτβ.)
seccarsi (ρ.μ. (αντων.))
seccato (επίθ.)
seccatoio (ουσ αρσ )
seccatore (ουσ αρσ )
seccatura (θηλ.ουσ)
secchezza (θηλ.ουσ)
secchia (θηλ.ουσ)
secchiata (θηλ.ουσ)
secchiello (ουσ αρσ )
secchio (ουσ αρσ )
secchione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---