Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segregàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [segreˈgare]

1 ξεμοναχιάζω
2 εγκλωβίζω
3 απομονώνω
4 εκκρίνω
5 βάζω στην απομόνωση
6 τραβώ παράμερα

segregàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [segreˈgarsi]

απομονώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segoso segregato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segnico (επίθ.)
segno (ουσ αρσ )
sego (ουσ αρσ )
segone (ουσ αρσ )
segoso (επίθ.)
segregare (ρ. μτβ.)
segregarsi (ρ. μ. αμτβ.)
segregato (επίθ.)
segregazione (θηλ.ουσ)
segregazionismo (ουσ αρσ )
segregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
segregazionistico (επίθ.)
segreta (θηλ.ουσ)
segretamente (επίρ.)
segretaria (θηλ.ουσ)
segretariale (επίθ.)
segretariato (ουσ αρσ )
segretario (ουσ αρσ )
segreteria (θηλ.ουσ)
segretezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---