Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


segréta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seˈgreta]

1 αυστηρή απομόνωση
2 προσευχή λεγόμενη από μέσα
3 μπουντρούμι
4 σκοτεινή φυλακή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  segregazionistico segretamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

segregato (επίθ.)
segregazione (θηλ.ουσ)
segregazionismo (ουσ αρσ )
segregazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
segregazionistico (επίθ.)
segreta (θηλ.ουσ)
segretamente (επίρ.)
segretaria (θηλ.ουσ)
segretariale (επίθ.)
segretariato (ουσ αρσ )
segretario (ουσ αρσ )
segreteria (θηλ.ουσ)
segretezza (θηλ.ουσ)
segreto (ουσ αρσ )
segreto (επίθ.)
seguace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seguente (ουσ αρσ και θηλ.)
seguente (επίθ.)
segugio (ουσ αρσ )
seguire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---