Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsegregazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [segregatˈtsjone] 1 ξεμονάχιασμα 2 απομόνωση 3 απομονωτισμός 4 μοναξιά 5 ερημιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |