Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


selezionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [selettsjonaˈmento]

1 εκλογή
2 ξεδιάλεγμα
3 διάλεγμα
4 διαλογή
5 επιλογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Seleucidi selezionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

selettività (θηλ.ουσ)
selettivo (επίθ.)
selettore (ουσ αρσ )
selettore (επίθ.)
Seleucidi (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
selezionamento (ουσ αρσ )
selezionare (ρ. μτβ.)
selezionatore (ουσ αρσ )
selezionatore (επίθ.)
selezionatrice (θηλ.ουσ)
selezione (θηλ.ουσ)
self–control (ουσ αρσ )
self–service (ουσ αρσ )
sella (θηλ.ουσ)
sellaio (ουσ αρσ )
sellare (ρ. μτβ.)
sellato (επίθ.)
sellatura (θηλ.ουσ)
selleria (θηλ.ουσ)
sellino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---