ItalianoGreco


self–service  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,selfˈsɛrvis]

1 αυτοεξυπηρέτηση
2 σελφ σέρβις
3 βενζινάδικο σελφ σέρβις
4 εστιατόριο σελφ σέρβις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---