Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόselezionatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [selettsjonaˈtore] 1 επιλογέας 2 εκλέκτορας selezionatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [selettsjonaˈtore] επιλεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |