Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


senatoriàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [senatoˈrjale]

1 γερουσιαστικός
2 ο της συγκλήτου
3 συγκλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senatore senatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

senario (ουσ αρσ )
senario (επίθ.)
senato (ουσ αρσ )
senatoconsulto (ουσ αρσ )
senatore (ουσ αρσ )
senatoriale (επίθ.)
senatorio (επίθ.)
senegalese (ουσ αρσ και θηλ.)
senegalese (επίθ.)
senescente (επίθ.)
senescenza (θηλ.ουσ)
senile (επίθ.)
senilismo (ουσ αρσ )
senilità (θηλ.ουσ)
senilmente (επίρ.)
senior (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seniore (ουσ αρσ )
senna (θηλ.ουσ)
senno (ουσ αρσ )
sennò (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---