Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsenilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [seniliˈta] 1 γεροντάματα 2 γέρασμα 3 γήρανση 4 γεράματα 5 γερατειά 6 γηρατειά 7 γεροντική ηλικία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |