Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sènior  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛnjor]

1 γηραιότερος
2 πρεσβύτερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senilmente seniore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

senescenza (θηλ.ουσ)
senile (επίθ.)
senilismo (ουσ αρσ )
senilità (θηλ.ουσ)
senilmente (επίρ.)
senior (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seniore (ουσ αρσ )
senna (θηλ.ουσ)
senno (ουσ αρσ )
sennò (επίρ.)
seno (ουσ αρσ )
Senofonte (κύρ.όν. αρσ.)
sensale (ουσ αρσ και θηλ.)
sensatamente (επίρ.)
sensatezza (θηλ.ουσ)
sensato (αρσ. επίθ και ουσ)
sensazionale (επίθ.)
sensazione (θηλ.ουσ)
senseria (θηλ.ουσ)
sensibile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---