Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsenegalése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [senegaˈlese], [senegaˈleze] 1 Σενεγαλέζος 2 κάτοικος της Σενεγάλης senegalése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [senegaˈlese], [senegaˈleze] 1 σενεγαλέζικος 2 ο της Σενεγάλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |