ItalianoGreco


sensitività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sensitiviˈta]

1 αισθητικότητα
2 ευπάθεια
3 λεπτότητα
4 ευαισθησία
5 αισθαντικότητα
6 αισθηματικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---