Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senˈsizmo]

1 εμπειριοκρατία
2 αισθησιαρχία
3 αισθησιοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensibilmente sensista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sensibilità (θηλ.ουσ)
sensibilizzare (ρ. μτβ.)
sensibilizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sensibilizzazione (θηλ.ουσ)
sensibilmente (επίρ.)
sensismo (ουσ αρσ )
sensista (ουσ αρσ και θηλ.)
sensista (επίθ.)
sensistico (επίθ.)
sensitiva (θηλ.ουσ)
sensitività (θηλ.ουσ)
sensitivo (ουσ αρσ )
sensitivo (επίθ.)
sensitometro (ουσ αρσ )
senso (ουσ αρσ )
sensore (ουσ αρσ )
sensoriale (επίθ.)
sensorio (ουσ αρσ )
sensorio (επίθ.)
sensuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---