Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


separatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [separaˈtore]

1 συσκευή διαχωρισμού
2 μηχάνημα αποβουτύρωσης
3 διαχωριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  separato separazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

separatismo (ουσ αρσ )
separatista (ουσ αρσ και θηλ.)
separatista (επίθ.)
separatistico (επίθ.)
separato (επίθ.)
separatore (αρσ. επίθ και ουσ)
separazione (θηλ.ουσ)
separè, separé (ουσ αρσ )
sepiolite (θηλ.ουσ)
sepolcrale (επίθ.)
sepolcreto (ουσ αρσ )
sepolcro (ουσ αρσ )
sepolto (αρσ. επίθ και ουσ)
sepoltura (θηλ.ουσ)
seppellimento (ουσ αρσ )
seppellire (ρ. μτβ.)
seppellirsi (ρ.μ. (αντων.))
seppellitore (αρσ. επίθ και ουσ)
seppia (θηλ.ουσ)
seppure (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---