Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόseparatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [separaˈtore] 1 συσκευή διαχωρισμού 2 μηχάνημα αποβουτύρωσης 3 διαχωριστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |