Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sepolcréto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sepolˈkreto]

1 νεκροταφείο
2 κοιμητήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sepolcrale sepolcro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

separatore (αρσ. επίθ και ουσ)
separazione (θηλ.ουσ)
separè, separé (ουσ αρσ )
sepiolite (θηλ.ουσ)
sepolcrale (επίθ.)
sepolcreto (ουσ αρσ )
sepolcro (ουσ αρσ )
sepolto (αρσ. επίθ και ουσ)
sepoltura (θηλ.ουσ)
seppellimento (ουσ αρσ )
seppellire (ρ. μτβ.)
seppellirsi (ρ.μ. (αντων.))
seppellitore (αρσ. επίθ και ουσ)
seppia (θηλ.ουσ)
seppure (σύνδ.)
sepsi (θηλ. επίθ και ουσ)
septicemia (θηλ.ουσ)
sequela (θηλ.ουσ)
sequenza (θηλ.ουσ)
sequenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---