Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sepoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sepolˈtura]

1 παραχώσιμο
2 παράχωση
3 χώσιμο
4 νεκροταφείο
5 τάφος
6 παράχωμα
7 ταφή
8 ενταφιασμός
9 ενταφίαση
10 κηδεία
11 θάψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sepolto seppellimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sepiolite (θηλ.ουσ)
sepolcrale (επίθ.)
sepolcreto (ουσ αρσ )
sepolcro (ουσ αρσ )
sepolto (αρσ. επίθ και ουσ)
sepoltura (θηλ.ουσ)
seppellimento (ουσ αρσ )
seppellire (ρ. μτβ.)
seppellirsi (ρ.μ. (αντων.))
seppellitore (αρσ. επίθ και ουσ)
seppia (θηλ.ουσ)
seppure (σύνδ.)
sepsi (θηλ. επίθ και ουσ)
septicemia (θηλ.ουσ)
sequela (θηλ.ουσ)
sequenza (θηλ.ουσ)
sequenziale (επίθ.)
sequestrabile (επίθ.)
sequestrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sequestrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---