Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sequèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seˈkwɛla]

1 αλλεπαλληλία
2 διαδοχή
3 διαδοχική αντικατάσταση
4 διαδοχικότητα
5 σειρά
6 ακολουθία
7 αλληλοδιαδοχή
8 συνέχεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  septicemia sequenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seppellitore (αρσ. επίθ και ουσ)
seppia (θηλ.ουσ)
seppure (σύνδ.)
sepsi (θηλ. επίθ και ουσ)
septicemia (θηλ.ουσ)
sequela (θηλ.ουσ)
sequenza (θηλ.ουσ)
sequenziale (επίθ.)
sequestrabile (επίθ.)
sequestrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sequestrare (ρ. μτβ.)
sequestratario (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestrato (ουσ αρσ )
sequestrato (επίθ.)
sequestratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestro (ουσ αρσ )
sequoia (θηλ.ουσ)
sera (θηλ.ουσ)
serafico (αρσ. επίθ και ουσ)
serafino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---