Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsequestrànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sekwesˈtrante] 1 αυτός που δημεύει 2 μεσεγγυητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |