Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


seràfico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈrafiko]

ο των Σεραφείμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sera serafino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sequestrato (επίθ.)
sequestratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestro (ουσ αρσ )
sequoia (θηλ.ουσ)
sera (θηλ.ουσ)
serafico (αρσ. επίθ και ουσ)
serafino (ουσ αρσ )
serale (επίθ.)
seralmente (επίρ.)
serata (θηλ.ουσ)
seratante (ουσ αρσ και θηλ.)
serbare (ρ. μτβ.)
serbarsi (ρ.μ. (αντων.))
serbatoio (ουσ αρσ )
serbo (ουσ αρσ )
serbo (επίθ.)
serenamente (επίρ.)
serenata (θηλ.ουσ)
serendipità (θηλ.ουσ)
serenella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---