Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sequestratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sekwestraˈtore]

1 απαγωγέας
2 πρόσωπο που ενεργεί κατάσχεση
3 κατασχέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sequestrato sequestro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sequestrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sequestrare (ρ. μτβ.)
sequestratario (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestrato (ουσ αρσ )
sequestrato (επίθ.)
sequestratore (αρσ. επίθ και ουσ)
sequestro (ουσ αρσ )
sequoia (θηλ.ουσ)
sera (θηλ.ουσ)
serafico (αρσ. επίθ και ουσ)
serafino (ουσ αρσ )
serale (επίθ.)
seralmente (επίρ.)
serata (θηλ.ουσ)
seratante (ουσ αρσ και θηλ.)
serbare (ρ. μτβ.)
serbarsi (ρ.μ. (αντων.))
serbatoio (ουσ αρσ )
serbo (ουσ αρσ )
serbo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---