Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsèrbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrbo] 1 (persona) ο Σέρβος, η Σερβίδα 2 (lingua) τα σερβικά sèrbo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrbo] σερβικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |