Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serrafìlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,serraˈfilo]

ακροδέκτης ηλεκτρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serrafila serraforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serpollino (ουσ αρσ )
serqua (θηλ.ουσ)
serra (θηλ.ουσ)
serradadi (ουσ αρσ )
serrafila (ουσ αρσ και θηλ.)
serrafilo (ουσ αρσ )
serraforme (ουσ αρσ )
serraggio (ουσ αρσ )
serraglio (ουσ αρσ )
serrame (ουσ αρσ )
serramentista (ουσ αρσ και θηλ.)
serramenti (ουσ αρσ πληθ.)
serranda (θηλ.ουσ)
serrapezzi (ουσ αρσ )
serrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serraschiere (ουσ αρσ )
serrata (θηλ.ουσ)
serratamente (επίρ.)
serrate (ουσ αρσ )
serrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---