Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serràglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [serˈraʎʎo]

1 χαρέμι
2 θηριοτροφείο
3 σεράι
4 σεράγι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serraggio serrame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serradadi (ουσ αρσ )
serrafila (ουσ αρσ και θηλ.)
serrafilo (ουσ αρσ )
serraforme (ουσ αρσ )
serraggio (ουσ αρσ )
serraglio (ουσ αρσ )
serrame (ουσ αρσ )
serramentista (ουσ αρσ και θηλ.)
serramenti (ουσ αρσ πληθ.)
serranda (θηλ.ουσ)
serrapezzi (ουσ αρσ )
serrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serraschiere (ουσ αρσ )
serrata (θηλ.ουσ)
serratamente (επίρ.)
serrate (ουσ αρσ )
serrato (επίθ.)
serratura (θηλ.ουσ)
serto (ουσ αρσ )
serva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---