Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsessìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sesˈsista] 1 οπαδός διακρίσεων κατά γυναικών 2 σεξιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |