Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèstuplo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛstuplo]

εξαπλάσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sestuplice set  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sestogradista (ουσ αρσ και θηλ.)
sestultimo (επίθ.)
sestupla (θηλ.ουσ)
sestuplicare (ρ. μτβ.)
sestuplice (επίθ.)
sestuplo (αρσ. επίθ και ουσ)
set (ουσ αρσ )
seta (θηλ.ουσ)
setacciare (ρ. μτβ.)
setacciatura (θηλ.ουσ)
setaccio (ουσ αρσ )
setaceo (επίθ.)
setaiolo (ουσ αρσ )
sete (θηλ.ουσ)
seteria (θηλ.ουσ)
setificio (ουσ αρσ )
setino (ουσ αρσ )
setola (θηλ.ουσ)
setoloso (επίθ.)
setoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---