Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfoderàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfodeˈrato]

1 ξεθηκαρωμένος
2 γυμνός (για σπαθί)
3 ο χωρίς επένδυση
4 ο χωρίς φόδρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfoderare sfogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfociamento (ουσ αρσ )
sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )
sfoderare (ρ. μτβ.)
sfoderato (επίθ.)
sfogare (ρ.αμτβ.)
sfogare (ρ. μτβ.)
sfogarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfogatoio (ουσ αρσ )
sfoggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfoggio (ουσ αρσ )
sfoglia (θηλ.ουσ)
sfogliare (ρ. μτβ.)
sfogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfogliata (θηλ.ουσ)
sfogliatella (θηλ.ουσ)
sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---