ItalianoGreco


sfógo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfogo]

1 ξεθύμασμα
2 ξέσπασμα
3 αεραγωγός εξαερισμού
4 εξάνθημα
5 τόπος πώλησης προὶόντων
6 αγορά
7 τρύπα
8 οπή
9 άνοιγμα
10 διαφυγή
11 δίοδος
12 διέξοδος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---