Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfogliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfoʎˈʎare]

ξεφυλλίζω

sfogliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfoʎˈʎarsi]

1 ρίχνω τα πέταλα
2 ρίχνω τα φύλλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfoglia sfogliata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfogarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfogatoio (ουσ αρσ )
sfoggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfoggio (ουσ αρσ )
sfoglia (θηλ.ουσ)
sfogliare (ρ. μτβ.)
sfogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfogliata (θηλ.ουσ)
sfogliatella (θηλ.ουσ)
sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )
sfolgoramento (ουσ αρσ )
sfolgorante (επίθ.)
sfolgorare (ρ.αμτβ.)
sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---