ItalianoGreco


sfollàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlato]

1 πρόσφυγας
2 μετακινούμενος από εκκένωση

sfollàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlato]

1 αδειασμένος
2 εκκενωθείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---