Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfollàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlato]

1 πρόσφυγας
2 μετακινούμενος από εκκένωση

sfollàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlato]

1 αδειασμένος
2 εκκενωθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfollare sfoltimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)
sfollato (ουσ αρσ )
sfollato (επίθ.)
sfoltimento (ουσ αρσ )
sfoltire (ρ. μτβ.)
sfoltirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfoltita (θηλ.ουσ)
sfoltitrice (θηλ.ουσ)
sfondamento (ουσ αρσ )
sfondare (ρ.αμτβ.)
sfondare (ρ. μτβ.)
sfondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfondato (ουσ αρσ )
sfondato (επίθ.)
sfondo (ουσ αρσ )
sfondone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---