ItalianoGreco


sfollàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlare]

1 σκορπίζομαι (για πλήθος)
2 ξεκουμπίζομαι (για πρόσωπο)
3 διασκορπίζομαι (για φύλλα)

sfollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlare]

1 διαλύω πλήθος
2 αδειάζω
3 εκκενώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---