Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfumàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmare]

1 εξανεμίζομαι
2 χάνομαι
3 αλλάζω σταδιακά απόχρωση
4 ξεθωριάζω
5 διαλύομαι
6 εξαφανίζομαι
7 γίνομαι καπνός

sfumàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmare]

1 κατεβάζω τους τόνους
2 σβήνω σταδιακά (για μουσικό ήχο)
3 αλλάζω βαθμιαία
4 ανακατεύω χρωματικές διαβαθμίσεις
5 περιποιούμαι (μαλλιά)
6 εξαφανίζομαι βαθμιαία
7 διαβαθμίζομαι (για τόνους σκιάς)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfuggire sfumato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfuggevolezza (θηλ.ουσ)
sfuggevolmente (επίρ.)
sfuggimento (ουσ αρσ )
sfuggire (ρ.αμτβ.)
sfuggire (ρ. μτβ.)
sfumare (ρ.αμτβ.)
sfumare (ρ. μτβ.)
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)
sfumatura (θηλ.ουσ)
sfumino (ουσ αρσ )
sfumo (ουσ αρσ )
sfuriata (θηλ.ουσ)
sfuso (επίθ.)
sgabellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgabellata (θηλ.ουσ)
sgabello (ουσ αρσ )
sgabuzzino (ουσ αρσ )
sgallare (ρ. μτβ.)
sgambare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---