Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfumìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfuˈmino]

εργαλείο για δημιουργία σκιάσεων σε πίνακα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfumatura sfumo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfumare (ρ.αμτβ.)
sfumare (ρ. μτβ.)
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)
sfumatura (θηλ.ουσ)
sfumino (ουσ αρσ )
sfumo (ουσ αρσ )
sfuriata (θηλ.ουσ)
sfuso (επίθ.)
sgabellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgabellata (θηλ.ουσ)
sgabello (ουσ αρσ )
sgabuzzino (ουσ αρσ )
sgallare (ρ. μτβ.)
sgambare (ρ.αμτβ.)
sgambarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgambata (θηλ.ουσ)
sgambato (επίθ.)
sgambatura (θηλ.ουσ)
sgambettamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---