Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfuriàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sfuˈrjata] 1 ξέσπασμα πάθους 2 ξέσπασμα οργής 3 μάλωμα 4 κατσάδιασμα 5 μπόρα ξαφνική και σύντομη 6 επίπληξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |