Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfuggevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfudʤevoˈlettsa]

1 μεταβατικότητα
2 παροδικότητα
3 προσωρινότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfuggevole sfuggevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfruttato (ουσ αρσ )
sfruttato (επίθ.)
sfruttatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfuggente (επίθ.)
sfuggevole (επίθ.)
sfuggevolezza (θηλ.ουσ)
sfuggevolmente (επίρ.)
sfuggimento (ουσ αρσ )
sfuggire (ρ.αμτβ.)
sfuggire (ρ. μτβ.)
sfumare (ρ.αμτβ.)
sfumare (ρ. μτβ.)
sfumato (ουσ αρσ )
sfumato (επίθ.)
sfumatura (θηλ.ουσ)
sfumino (ουσ αρσ )
sfumo (ουσ αρσ )
sfuriata (θηλ.ουσ)
sfuso (επίθ.)
sgabellarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---