Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgambàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgamˈbato]

1 βραχύς
2 κοντός
3 άμισχος
4 κουρασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgambata sgambatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgabuzzino (ουσ αρσ )
sgallare (ρ. μτβ.)
sgambare (ρ.αμτβ.)
sgambarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgambata (θηλ.ουσ)
sgambato (επίθ.)
sgambatura (θηλ.ουσ)
sgambettamento (ουσ αρσ )
sgambettare (ρ.αμτβ.)
sgambettare (ρ. μτβ.)
sgambetto (ουσ αρσ )
sganasciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sganasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sganasciata (θηλ.ουσ)
sganascione (ουσ αρσ )
sganciabombe (ουσ αρσ )
sganciamento (ουσ αρσ )
sganciare (ρ. μτβ.)
sganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgancio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---