ItalianoGreco


sgambettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgambetˈtare]

1 τρέχω τρομαγμένα
2 σεργιανίζω
3 περπατώ με μικρά και γρήγορα βήματα
4 περπατώ σαν τα μωρά
5 στρατουλίζω

sgambettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgambetˈtare]

1 σκοντάφτω
2 περπατώ ελαφρά και γρήγορα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---