Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgradevolézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zgradevoˈlettsa] 1 δυσαρέστηση 2 δυσφορία 3 χόλιασμα 4 απαρέσκεια 5 δυσαρέσκεια 6 αντιπάθεια 7 αηδία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |