Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgotˈtsare]

1 καταπνίγω
2 πετσοκόβω
3 παίρνω με εκβιασμό
4 αποσπώ χρήματα
5 σφαγιάζω
6 κόβω το λαιμό κάποιου
7 μακελεύω
8 αιματοκυλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgottare sgozzatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgorbiatura (θηλ.ουσ)
sgorbio (ουσ αρσ )
sgorgare (ρ.αμτβ.)
sgorgo (ουσ αρσ )
sgottare (ρ. μτβ.)
sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )
sgrammaticare (ρ.αμτβ.)
sgrammaticato (επίθ.)
sgrammaticatura (θηλ.ουσ)
sgranamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---