Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgradìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgraˈdire]

1 δεν μου αρέσει κάτι ή κάποιος
2 δεν υποδέχομαι σωστά
3 δεν εκτιμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgradevolmente sgradito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgozzare (ρ. μτβ.)
sgozzatura (θηλ.ουσ)
sgradevole (επίθ.)
sgradevolezza (θηλ.ουσ)
sgradevolmente (επίρ.)
sgradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgradito (επίθ.)
sgraffiare (ρ. μτβ.)
sgraffiatura (θηλ.ουσ)
sgraffignare (ρ. μτβ.)
sgraffio (ουσ αρσ )
sgrammaticare (ρ.αμτβ.)
sgrammaticato (επίθ.)
sgrammaticatura (θηλ.ουσ)
sgranamento (ουσ αρσ )
sgranare (ρ. μτβ.)
sgranarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgranata (θηλ.ουσ)
sgranato (επίθ.)
sgranatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---