Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgórgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgorgo] 1 πιδάκισμα 2 εκροή 3 πλημμύρισμα 4 αναπήδηση 5 ανάβλυση 6 ανάβρυση 7 ανάβρυσμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |