Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


siàlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsjaliko]

1 περιέχων πυρίτιο (ορυκτό)
2 ο της γρανιτικής βάσης ηπείρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sial siamango  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

si (ουσ αρσ )
si (προσωπ. αντων.)
si (επίρ.)
sia (σύνδ.)
sial (ουσ αρσ )
sialico (επίθ.)
siamango (ουσ αρσ )
siamese (ουσ αρσ και θηλ.)
siamese (επίθ.)
sibarita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sibaritico (επίθ.)
sibbene (σύνδ.)
siberia (θηλ.ουσ)
siberiano (ουσ αρσ )
siberiano (επίθ.)
sibilante (θηλ.ουσ)
sibilante (επίθ.)
sibilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sibilla (θηλ.ουσ)
sibillino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---