Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


siamése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sjaˈmese], [sjaˈmeze]

κάτοικος του Σιάμ

siamése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sjaˈmese], [sjaˈmeze]

ο του Σιάμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siamango sibarita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

si (επίρ.)
sia (σύνδ.)
sial (ουσ αρσ )
sialico (επίθ.)
siamango (ουσ αρσ )
siamese (ουσ αρσ και θηλ.)
siamese (επίθ.)
sibarita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sibaritico (επίθ.)
sibbene (σύνδ.)
siberia (θηλ.ουσ)
siberiano (ουσ αρσ )
siberiano (επίθ.)
sibilante (θηλ.ουσ)
sibilante (επίθ.)
sibilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sibilla (θηλ.ουσ)
sibillino (επίθ.)
sibilo (ουσ αρσ )
sic (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---