Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsindacalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sindakaˈlizmo] 1 κίνηση οργάνωσης εργαζομένων 2 συνδικαλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |