Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sindacalìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sindakaˈlista]

1 συνδικαλιστής
2 εργαζόμενος που συμμετέχει σε σωματείο
3 μέλος σωματείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sindacalismo sindacalistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sincrono (επίθ.)
sincrotrone (ουσ αρσ )
sindacabile (επίθ.)
sindacale (επίθ.)
sindacalismo (ουσ αρσ )
sindacalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sindacalistico (επίθ.)
sindacalizzare (ρ. μτβ.)
sindacalizzazione (θηλ.ουσ)
sindacare (ρ. μτβ.)
sindacato (ουσ αρσ )
sindacatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sindaco (ουσ αρσ )
sindattilia (θηλ.ουσ)
sindattilo (επίθ.)
sinderesi (θηλ.ουσ)
sindone (θηλ.ουσ)
sindrome (θηλ.ουσ)
sindromico (επίθ.)
sinechia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---