Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinforòsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sinfoˈrɔsa], [sinfoˈroza]

γυναικείο καπέλο του 18ου αιώνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinfonista singenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sinestesia (θηλ.ουσ)
sinfisi (θηλ.ουσ)
sinfonia (θηλ.ουσ)
sinfonico (επίθ.)
sinfonista (ουσ αρσ και θηλ.)
sinforosa (θηλ.ουσ)
singenesi (θηλ.ουσ)
singenetico (επίθ.)
singhiozzare (ρ.αμτβ.)
singhiozzo (ουσ αρσ )
singolare (ουσ αρσ )
singolare (επίθ.)
singolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
singolarità (θηλ.ουσ)
singolarmente (επίρ.)
singolo (ουσ αρσ )
singolo (επίθ.)
siniscalco (ουσ αρσ )
sinistra (θηλ.ουσ)
sinistramente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---