Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόslàlom
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzlalom] το σλάλομ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαslalom [αρσ. άκλ.] gigante = το γιγάντιο σλάλομ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |