Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smània  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzmanja]

1 οργή
2 τρέλα
3 φρενίτιδα
4 μανία
5 πάθιασμα
6 πόθος
7 λαχτάρα
8 διασάλευση
9 ταραχή
10 ανησυχία
11 παραζάλη
12 φρένιασμα
13 αλλοφροσύνη
14 αναταραχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smangiucchiare smaniante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smanceria (θηλ.ουσ)
smanceroso (επίθ.)
smangiare (ρ. μτβ.)
smangiucchiare (ρ.αμτβ.)
smangiucchiare (ρ. μτβ.)
smania (θηλ.ουσ)
smaniante (επίθ.)
smaniare (ρ.αμτβ.)
smanierato (αρσ. επίθ και ουσ)
smaniosamente (επίρ.)
smanioso (επίθ.)
smantellamento (ουσ αρσ )
smantellare (ρ. μτβ.)
smarcare (ρ. μτβ.)
smarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
smargiassata (θηλ.ουσ)
smargiasso (αρσ. επίθ και ουσ)
smarginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarginatura (θηλ.ουσ)
smargottare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---